- ζωόφυτος
- ζωόφῠτ-ος, ον,=A
ζώφυτος 11
,μέρη Plu.2.701c
.II [full] ζωόφῠτον, τό, zoöphyte, S.E.P.1.41 codd.2 = ἀείζωον τὸ μέγα Ps.-Dsc.4.88.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζώφυτος 11
,μέρη Plu.2.701c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζωόφυτος — και ζώφυτος ζωόφυτος και ζώφυτος, ον (Α) 1. αυτός που παρέχει ζωή στα φυτά, ζωογόνος, γονιμοποιός («ἡ γῆ ζώφυτος οὖσα», Πλούτ.) 2. αυτός που φυτρώνει από τη γη («τὰ ζώφυτα» τα φυτά, Στοβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + φυτος (< φύομαι), πρβλ. έμ … Dictionary of Greek
ζωόφυτον — zoöphyte neut nom/voc/acc sg ζωόφυτος zoöphyte masc/fem acc sg ζωόφυτος zoöphyte neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… … Dictionary of Greek
ζωοφυτώ — και ζωφυτώ ζωοφυτῶ και ζωφυτῶ, έω (Α) [ζωόφυτος] 1. αναπτύσσω, αναδίδω ζωηρούς βλαστούς, ανθίζω, θάλλω («ζωφυτοῡν ἄλσος») 2. παράγω, γεννώ έμβια, ζωντανά όντα ή παρέχω ζωή … Dictionary of Greek
ζωοφύτοις — ζωόφυτον zoöphyte neut dat pl ζωόφυτος zoöphyte masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωοφύτων — ζωόφυτον zoöphyte neut gen pl ζωόφυτος zoöphyte masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωόφυτα — ζωόφυτον zoöphyte neut nom/voc/acc pl ζωόφυτος zoöphyte neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)